κατασυγχύζω

κατασυγχύζω
προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη σύγχυση, συγκλονίζω, αναστατώνω, συνταράσσω κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατασυγχύζω — κατασύγχυσα, κατασυγχύστηκα, κατασυγχυσμένος, προκαλώ σε κάποιον μεγάλη σύγχυση: Σήμερα με κατασύγχυσε ο προϊστάμενος με τις παρατηρήσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”